Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

International law case studies: Νταρφούρ (Ι)


της Άντυς Λιακοπούλου

Οι πρόσφατες εξελίξεις στον αραβικό κόσμο και οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας ήγειραν για μια ακόμη φορά πολλά ερωτηματικά σχετικά τόσο με τη σκοπιμότητα, όσο και με τη νομιμότητα των (καθυστερημένων τις περισσότερες φορές) επεμβάσεων των Ηνωμένων Εθνών σε περιπτώσεις όπου όχι μόνο διακυβεύεται η παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, αλλά και όπου υφίσταται ή πιθανολογείται ανθρωπιστική κρίση.

Σκεφτήκαμε λοιπόν να κάνουμε μια στήλη στο juria όπου θα παρουσιάζονται συνοπτικά case studies προσφατων και παλαιότερων περιπτώσεων ενεργοποίησης (ή μη) του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει απόκλιση από τον κανόνα της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών. Θα εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και η εξέταση του αν μπορούν να υπαχθούν στις προϋποθέσεις του κεφαλαίου VII. Θα παρουσιαστεί επίσης το δόγμα responsibility to protect που γεννήθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, προσπαθώντας να καλύψει το κενό απραγίας της διεθνούς κοινότητας σε περιπτώσεις γενοκτονιών και κατάφωρων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με πιο χαρακτηριστική αυτή της Ρουάντα.

Στόχος της στήλης δεν είναι ούτε η δημοσιογραφική αναπαραγωγή ανθρωπιστικών δραμάτων, ούτε η νομικίστικη εξέτασή τους από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Στόχος είναι η συνοπτική, αντικειμενική παρουσίασή τους και ο προβληματισμός σχετικά τόσο με το νόμιμο όσο και το αποτελεσματικό των επεμβάσεων της διεθνούς κοινότητας. Γι' αυτό θεωρούμε σημαντικό να υπάρχει διαδραστικότητα στη στήλη μας, σχόλια από τους αναγνώστες μας και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων.

Η στήλη θα είναι εβδομαδιαία. Κάθε case study θα χωριζεται σε δύο τμήματα για την πληρέστερη παρουσίαση και την ευχερέστερη ανάγνωσή τους. Πρώτος σταθμός: το πολύπαθο Νταρφούρ.

Νταρφούρ (Μέρος Ι)

Το Νταρφούρ[1]είναι μια περιοχή έκτασης 490.000 τ.χμ στο ανατολικό Σουδάν. Εκεί διαβιούν περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι, μουσουλμανικής κυρίως θρησκείας (με εξαίρεση το νότιο τμήμα, όπου η πλειοψηφία είναι ανιμιστές). Βρίσκεται στην έρημο Σαχάρα, στοιχείο που το έχει καταδικάσει σε υποανάπτυξη, φτώχεια και λειψυδρία. Το μόνο σημείο στο Νταρφούρ το οποίο θεωρείται σχετικά ευνοημένο από τη φύση και τις περιστάσεις είναι μια μικρή ηφαιστιογενής περιοχή περί τα όρη Marrah, στο κέντρο του Νταρφούρ, η οποία έγινε ορμητήτιο και καταφύγιο διαφόρων ομάδων, νομάδων και πολεμιστών.
Το Νταρφούρ διήλθε από πολλές φάσεις κατάκτησης στη μακραίωνη ιστορία
 του :από παραδοσιακούς ισλαμιστές (1982-1874) και Αιγύπτιους μονάρχες(1879-1916), μέχρι Βρετανούς αποικιοκράτες (1917-1956). Οι κατακτήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την παρουσία και δράση πολλών διαφορετικών ομάδων πληθυσμών, καθεμιά με τις ιδιομορφίες της και τις ανάγκες της για ζωτικό χώρο, οι οποίες τις οδηγούσςν πολλές φορές σε συγκρούσεις μεταξύ τους. Το Νταρφούρ έχει επιπλέον την ιδιαιτερότητα ότι είναι περιοχή διερχομένων αράβων νομάδων, τους οποίους δεν έβλεπαν πάντοτε θετικά οι μόνιμα διαμένοντες κάτοικοι των τριών κυρίως φυλών, Four, Masalit και Zaghawa.

1983-2006:
Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η διέλευση των Αράβων ήταν χωρίς προβλήματα. Το 1983 κάτοικοι του νοτίου Σουδάν επαναστάτησαν κατά της κυβέρνησης. Στις συγκρούσεις ενεπλάκησαν και Άραβες. Τα αίτια της γενίκευσης των εχθροπραξιών ήταν πολλαπλά: δεν ήταν μόνο μια διαμάχη βορρά-νότου, φτωχών και περισσότερο ευνοημένων, φυλών με διαφορετική κουλτούρα και υπόβαθρο, ομάδων με ανάγκη για επικράτηση. Ήταν όλα αυτά μαζί, αλλά επιπλέον και η αγωνία φτωχών πληθυσμών να τύχουν της κρατικής μέριμνας και να έχουν πρόσβαση σε πηγές ενέργειας.
Το Φεβρουάριο του 2003, δύο ομάδες επαναστατών, το Σουδανικό Απελευθερωτικό κίνημα (SLM) και το Κίνημα για την Ισότητα και τη Δικαιοσύνη (JEM) κατηγόρησαν την Κυβέρνηση ότι ευνοεί τους Άραβες Σουδανούς σε βάρος των μή Αράβων και ξεκίνησαν ένοπλο αγώνα. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν η κυβέρνηση του Ομάρ ελ Μπαχίρ εξαπολύει ένοπλους άραβες, τους (d)janjdjawid[2], οι οποίοι με επικεφαλής τον Choukratalla, παλιό αξιωματικό του σουδανικού στρατού εισβάλλουν στα χωριά του Νταρφούρ και κατασφάζουν τον πληθυσμό.
Οι καταστροφές που προκαλούν είναι ασύλληπτες: χωριά ολόκληρα καίγονται, άνθρωποι βασανίζονται μέχρι θανάτου, ομαδικοί βιασμοί διαπράττονται σε βάρος ατόμων κάθε φύλου και ηλικίας και μάλιστα το έγκλημα αυτό χρησιμοποιείται ως μέσο συστηματικής εξόντωσης του πληθυσμού. Αρκεί κανείς να διαβάσει τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστείας για να αντιληφθεί το μέγεθος της θηριωδίας, αν καταφέρει βέβαια να αντέξει τις φρικιαστικά ρεαλιστικές περιγραφές των θυμάτων. Όσο η διεθνής κοινότητα καθυστερεί να παρέμβει, οι janjdjawid συνεχίζουν ανενόχλητοι το τερατώδες έργο τους. Mη κυβερνητικοί οργανισμοί, αλλά και η πολιτική ηγεσία πολλών χωρών στην περιοχή κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και κάνουν λόγο όχι μόνο για απλή υποκίνηση από μέρους της σουδανικής κυβέρνησης, αλλά και εγια ξοπλισμό τους.Ο διεθνής τύπος αρχίζει να ευαισθητοποιείται και να κατακρίνει τη στάση της κυβέρνησης, την οποία κατηγορεί μεταξύ άλλων και για πυρηνικές δοκιμές επάνω στον πληθυσμό.
Η πρώτη επίσκεψη του τότε Γενικού Γραμματέως του ΟΗΕ Κόφι Ανάν γίνεται τον Ιούλιο του 2004 και αρχίζει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα επίλυσης του προβλήματος, όμως η αδιαλλαξία της σουδανικής κυβέρνησης, η οποία αρνείται κάθε συνεργασία με τον ΟΗΕ και παραβιάζει όλες τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός, οδηγεί τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο. Η αδιαλλαξία αυτή καθίσταται εμφανέστερη όταν μετά από την υιοθέτηση εκ μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της απόφασης 1564/18.9.2005 ( σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι τυχόν άρνηση της σουδανικής κυβέρνησης να επαναφέρει την ειρήνη στην περιοχή και να συνεργαστεί με την Αφρικανική κυβέρνηση θα επισύρει κυρώσεις οικονομικής φύσεως), ο Σουδανός Υπουργός Εξωτερικών Μουσταφά Οσμάν Ισμαήλ απορρίπτει κάθε είδους πρόταση.
Ο απολογισμός των συρράξεων είναι τραγικός. Στις 23/7/2004 η UNESCO κάνει λόγο για 30.000 νεκρούς σε 15 μήνες, ενώ τον Ιανουάριο του 2005, οι θάνατοι φαινεται να έχουν αγγίξει τους 70.000. 180-300 χιλιάδες πρόσφυγες έχουν καταφύγει στο γειτονικό Τσαντ, ενώ οι εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε 1,8 εκατομμύρια. Η περιοχή υπέστη, χωρίς υπερβολές, μια από τις μεγαλύτερες και τραγικότερες ανθρωπιστικές καταστροφές στην ιστορία όχι μόνον της αφρικανικής ηπείρου, αλλά και ολόκληρης της υφηλίου.
Το Μάιο του 2006 η κυνέρνηση του Σουδάν υπογράφει συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με το τμήμα εκείνο του SLA το ελεγχόμενο από τον Μινι Μινάουι, ηγέτη του κινήματος, την οποία δεν έκαναν δεκτή οι άλλες δύο ομάδες των επαναστατών στους κόλπους του SLA.
Οι εχθροπραξίες συνεχίζονται και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, προσθέτοντας στους μακρείς καταλόγους των νεκρών και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων, ενώ καταγράφονται και ακραία περιστατικά ομαδικών βιασμών κοντά στο στρατόπεδο προσφύγων Kalma. (International Rescue Committee Report 24/8/2006). Η σουδανική κυβέρνηση εμμένει στην άρνησή της να δεχτεί αποστολή ειρηνευτικής δύναμης 17.000 στρατιωτών- απεσταλμένων από τον ΟΗΕ και, παραβιάζοντας τη συμφωνία του Μαΐου, αποστέλλει 10.000 Σουδανούς στρατιώτες στο Νταρφούρ, ζητώντας παράλληλα την απομάκρυνση της ειρηνευτικής δύναμης 7.000 στρατιωτών που η Αφρικανική Ένωση είχε αποστείλει εκείνο το διάστημα. Ο Σουδανός Πρόεδρος Αλ Μπασίρ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι δεν θα επιτρέψει στην επεκτατική πολιτική της Δύσης να μετατρέψει το Σουδάν σε νέο Ιράκ.
 Οι συμπλοκές συνεχίζονται ως το τέλος της χρονιάς, με την εμπλοκή πλέον και νέων αραβικών ομάδων. Όσο η διεθνής κοινότητα δεν επεμβαίνει αποτελεσματικά, μια από τις σημαντικότερες επισιτιστικές κρίσεις της εποχής στερεί από 360.000 ανθρώπους πρόσβαση σε τροφή. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κάνει λόγο για απρόκλητη επίθεση σουδανικών ενόπλων δυνάμεων στην πόλη Σίρμπα που κατέληξαν στο θάνατο δεκάδων αμάχων.
Η αργοπορία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να επιληφθεί του προβλήματος στο Σουδάν επέσυρε τη διεθνή κατακραυγή εναντίον του. Η σχετική καταγεγραμμένη δράση του κατά την περίοδο 2004-2006 έχει ως εξής:
Στις 22 Απριλίου 2004 και μετά από αρκετό χαμένο χρόνο, απεστάλη τελικά Διεθνής Επιτροπή Έρευνας για το Σουδάν, η περίφημη Επιτροπή Cassesse, η οποία μετά από πολύμηνη παραμονή στην περιοχή, άμεση επαφή με τους εμπλεκομένους και fact-finding, απεφάνθη στις 31/1/2005, ότι διεπράχθησαν όντως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και διαπιστώθηκε σοβαρή και μαζική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων[3], απέφυγε ωστόσο να χαρακτηρίσει τις σχετικές πράξεις ως γενοκτονία.  Επιπλέον, δόθηκαν από την Επιτροπή τα ονόματα πενηντα ενός ατόμων υπευθύνων για τις παραβιάσεις και έγινε σύσταση προς παραπομπή τους ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Στις 7 Μαρτίου 2005 ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν[4] ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας  να ενισχύσει την εκεί ήδη απεσταλμένη από την Αφρικανική Ένωση ειρηνευτική δύναμη. Η σχετική απόφαση δεν ελήφθη αμέσως, καθώς υπήρξε στους κόλπους του Συμβουλίου Ασφαλείας διαφωνία σχετικά με τους μηχανισμούς παρέμβασης, την απόδοση ευθυνών και την έκταση των προς επιβολή κυρώσεων[5]. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αρνητικές στο ενδεχόμενο παραπομπής των υπευθύνων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Αντ’αυτού, διατυπώθηκε η σκέψη ίδρυσης ενός αφρικανικού ad hoc δικαστηρίου με έδρα την Τανζανία ή τη Νιγηρία.
Τελικά ελήφθη η απόφαση (24/3/2005) αποστολής ειρηνευτικής δύναμης για την εποπτεία της περιοχής του Νοτίου Σουδάν, πουθενά όμως δεν έγινε ειδική μνεία για το Νταρφούρ. Με την απόφαση αυτή ενισχύθηκε επίσης το εμπάργκο όπλων και το «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων μελών της κυβέρνησης.
Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιας ανακοινώθηκε ότι έχουν δοθεί στον Εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου τα πενηνταένα περίφημα ονόματα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται υψηλόβαθμα στελέχη από τις τάξεις της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας. Η κυβέρνηση του Σουδάν επιμένει ωστόσο ότι δεν θα παραδώσει τους υπόπτους. Τελικά στις 31/5/2005 εκδίδεται η απόφαση 1593 του Συμβουλίου Ασφαλείας (με τα μόνιμα μέλη ΗΠΑ και Κίνα να απέχουν από την ψηφοφορία), σύμφωνα με την οποία η υπόθεση Νταρφούρ παραπέμπεται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Το 2006 χαρακτηρίζεται από συνεχείς καθυστερήσεις του Συμβουλίου των ΗΕ να επιβάλουν την απόφασή τους για αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στο Νταρφούρ. Το Σεπτέμβριο του 2006, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν σε μία δραματική του δήλωση τονίζει ότι η τραγωδία στο Νταρφούρ έχει φτάσει σε οριακό σημείο.








[1]  Σημαίνει «πατρίδα των Φουρ», μιας φυλής που επικράτησε στο τμήμα αυτό του Σουδάν για αιώνες.
[2]  Σημαίνει «διάβολοι με όπλα»
[3]  h ttp://www.un.org/News/dh/sudan/com_inq_darfur.pdf
[4]  Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ είχε ήδη επισκεφτεί το Σουδάν τον Ιούλιο του 2004 και η επίσκεψή του είχε μεταξύ άλλων ως συνέπεια και τη δέσμευση από μέρους της σουδανικής κυβέρνησης για αφοπλισμό των janjwawid-δέσμευση που, ωστόσο, δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
[5]    http://www.boston.com/news/world/europe/articles/2005/03/17/stalemate_delays_sudan_peacekeeping_troop)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου