του Φώτη Γιαννούλα
Από αύριο αρχίζει και τυπικά η
προεκλογική περίοδος για τις δικηγορικές εκλογές του 2011. Έχουμε ήδη ακούσει
και θα ακούσουμε περισσότερο ή λιγότερο μεγαλόστομες διακηρύξεις για οράματα
και «επαναστάσεις» στα δικηγορικά πράγματα. Κρίνω ότι το σώμα των δικηγόρων,
όπως συμβαίνει και γενικότερα στην κοινωνία, έχει ωριμάσει αρκετά, ώστε να
δίδει αξία στο απτό, στο συγκεκριμένο και στο υλοποιήσιμο.
Πέρα, λοιπόν, από τους μεγάλους και
μεγαλόπνοους στόχους, υπάρχουν ζητήματα που παρ’ ότι φαινομενικά μικρά, προκαλούν
μεγάλη και δυσανάλογη ταλαιπωρία σε όλους μας κατά την καθημερινή άσκηση της
δικηγορίας. Υπάρχει πληθώρα καθημερινών προβλημάτων, που η επίλυσή τους ούτε
ριζικές μεταρρυθμίσεις απαιτεί, ούτε συγκρούσεις, ούτε απώλεια εσόδων είτε για
το Κράτος είτε για μας, αλλά η επίλυση αυτή είναι σε θέση να βελτιώσει
θεαματικά την καθημερινότητά μας. Ενδεικτικά, θα θίξω μόνο χαρακτηριστικές
περιπτώσεις.
Α) Το πρώτο ζήτημα που θα ήθελα να θίξω
είναι το ζήτημα της υποχρέωσης επικόλλησης
ενσήμων στο πινάκιο στις μετ’ αναβολήν υποθέσεις στις περισσότερες από τις
διαδικασίες. Σε όλους μας λίγο-πολύ έχει τύχει, βεβαρυμμένοι όπως είμαστε
καθημερινά με πλείστες υποχρεώσεις να ξεχάσουμε να προβούμε στην λεγόμενη
«εγγραφή πινακίου», κάτι που διαπιστώνουμε την τελευταία στιγμή στο ακροατήριο
ή στο τέλος της προτεραίας της δικασίμου ημέρας, οπότε επαφιέμεθα στο φιλότιμο
κυρίως του γραμματέα της έδρας, αν μας αφήσει παρατύπως να προβούμε στην
επικόλληση των ενσήμων ελάχιστα λεπτά πριν από την εκφώνηση της υπόθεσης,
αλλιώς η υπόθεση δεν εκφωνείται. Δεν χρειάζεται να επισημανθεί η δυσχερέστατη
θέση στην οποία βρισκόμαστε ιδίως όταν στο ακροατήριο παριστάμεθα μαζί με τον
εντολέα μας.
Πρόκειται για μία από τις
χαρακτηριστικές περιπτώσεις ρυθμίσεων που αποτελούν απομεινάρια άλλων εποχών
και που δεν υπηρετούν κανέναν άλλο εύλογο σκοπό, παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον
των ασφαλιστικών ταμείων, δεδομένου ότι τα ένσημα που επικολλούμε είναι υπέρ
Τ.Ν. και ΤΠΔΑ. Αν η υποχρέωση επικόλλησης του ενσήμου έπρεπε να τηρείται πριν
από κάποιες ημέρες πριν από την δικάσιμο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα
υπηρετούσε και έναν σκοπό προειδοποίησης του έτερου διάδικου μέρους περί της
πρόθεσης του έτερου διαδίκου να συζητηθεί η υπόθεση. Από την στιγμή, όμως, που
η εγγραφή μπορεί να γίνει μέχρι τις 3 το μεσημέρι της προτεραίας της δικασίμου,
αυτός ο σκοπός προειδοποίησης είναι σαφές ότι δεν επιδιώκεται από το νομοθέτη.
Εξάλλου, η έλλειψη άλλου εύλογου σκοπού που να υπηρετείται από την ως άνω
υποχρέωση καταδεικνύεται και εκ του ότι υπάρχουν διαδικασίες, στις οποίες δεν
τηρείται πινάκιο και στις οποίες η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, όπως στα
ασφαλιστικά μέτρα και στις μισθωτικές διαδικασίες. Συνεπώς, κανένας άλλος
στόχος δεν υπηρετείται από την ρύθμιση, παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον των
ασφαλιστικών ταμείων.
Για αυτό, επιβάλλεται η κατάργηση της
υποχρέωσης επικόλλησης ενσήμων στο πινάκιο και δη μέχρι την προτεραία της
συζήτησης της υπόθεσης και μάλιστα με κύρωση την μη εκφώνηση της υπόθεσης. Το
ταμειακό συμφέρον των ασφαλιστικών ταμείων θα μπορούσε να θεραπευθεί με την
καθιέρωση επικόλλησης διπλής παράστασης στις προτάσεις μας, όταν η υπόθεση
συζητείται μετ’ αναβολήν και δη ανεξαρτήτως είδους διαδικασίας, σε κάθε όμως
περίπτωση χωρίς να επιβάλλονται κυρώσεις που να σχετίζονται με το νόμιμο της
συζήτησης της υπόθεσης.
Μια ενδιάμεση λύση είναι αυτή που
εισηγήθηκε η Ειδική Νομοπαρασκευαστική του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την
τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (που είχε καταλήξει στην
πρότασή της για το σχέδιο νόμου υπό την προηγούμενη Κυβέρνηση) και η οποία με
μια προσθήκη β΄ εδαφίου στην §4 του άρθρου 224 ΚΠολΔ όρισε ότι «ελλείψεις ή σφάλματα του πινακίου ως προς
τα στοιχεία των διαδίκων, των εκδικαζομένων υποθέσεων και την σήμανσή του
συμπληρώνονται κατά την συζήτηση έπειτα από αίτηση του διαδίκου». Η λύση
της Επιτροπής πρακτικά επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα, αλλά κρίνω ότι η
προτεινόμενη ολοσχερής κατάργηση της σήμανσης του πινακίου είναι σαφέστερη και
αποτελεσματικότερη λύση.
Β) Μια δεύτερη διάταξη που πλέον
προκαλεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται επιλύει, χωρίς να
υπηρετεί κάποιον εύλογο σκοπό είναι εκείνη του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει επί λέξει: «Για την επαναφορά ισχυρισμών που
υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η
επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της
προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν». Η διάταξη έχει κυριότερη – όχι όμως και
αποκλειστική – εφαρμογή την ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία. Για
αυτό και στην συνέχεια για λόγους συντομίας θα αναφέρομαι στην ενώπιον
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία.
Η ερμηνεία που κρατεί από την
νομολογία μας είναι ότι επιβάλλεται οι ισχυρισμοί της πρώτης συζήτησης να
επανυποβάλλονται με σύντομη περίληψη και αναφορά του αριθμού της σελίδας κλπ.
και ότι δεν είναι νόμιμη η ενσωμάτωση στις προτάσεις του δευτεροβαθμίου
δικαστηρίου το κείμενο των πρωτόδικων ισχυρισμών. Κατά την πιστή τήρηση της
νομολογίας αυτής, που είναι παγία, είναι μη νόμιμη σίγουρα η ενσωμάτωση στις
προτάσεις του Εφετείου αντιγράφου των πρωτοδίκων προτάσεων και προφανώς και η
αντιγραφή με τον Η/Υ του κειμένου των πρωτόδικων ισχυρισμών λέξη προς λέξη με «copy-paste».
Η ίδια η διατύπωση της διάταξης
καταδεικνύει ότι πρόθεση των συντακτών της ήταν η διευκόλυνση του έργου των
δικηγόρων και όχι η επιβάρυνσή του. Σε μια εποχή (το 1968) που ούτε
φωτοαντιγραφικά, ούτε Η/Υ υπήρχαν και τα μόνα αντίγραφα έβγαζε κανείς μόνο με
καρμπόν, ο νομοθέτης ήθελε να απαλλάξει τους δικηγόρους να προβούν σε αναλυτική
ανάπτυξη και πάλι των πρωτόδικων ισχυρισμών, αρκούμενος στην όσο το δυνατόν πιο
επιγραμματική επανυποβολή τους. Δεν έχει καμία λογική η επιμονή της Νομολογίας
να παραγνωρίζει την λέξη «αρκεί» στο άρθρο 240 ΚΠολΔ και η επιμονή να κάνουν
«ξεκαθάρισμα» των υποθέσεων μέσω του άρθρου 240 ΚΠολΔ.
Σε κάθε περίπτωση, αφού πολλοί
δικαστές για λόγους ουσιαστικά αποφυγής της ουσιαστικής εκδίκασης προβαίνουν
παγίως στην ανωτέρω σφαλερή κατά την γνώμη μου ερμηνεία, επιβάλλεται να
εισηγηθούμε την νομοθετική διευκρίνιση ότι πέρα από την σε μορφή περίληψης
επανυποβολή των ισχυρισμών, είναι νόμιμη η υποβολή και με οιονδήποτε άλλο τρόπο
των ισχυρισμών αυτών, καθώς έτσι η ουσιαστική υπηρέτηση της διαδικασίας
απονομής της δικαιοσύνης δεν θίγεται και ελαφρύνεται η καθημερινότητα του
δικηγόρου από ανούσιες υποχρεώσεις.
Τα ανωτέρω δεν είναι τα μοναδικά
παραδείγματα προβλημάτων από ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν για να υπηρετήσουν
άλλους σκοπούς και πλέον αρκούνται μόνο στο να μας ταλαιωρούν. Πρόκειται, όμως,
για χαρακτηριστικές περιπτώσεις προτάσεων αλλαγών που ούτε επαναστάσεις
προϋποθέτουν, ούτε ανατροπές, ούτε ρήξεις. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν
χρειάζεται να περιμένουμε επαναστάσεις στην δικαιοσύνη, «πολυνομοσχέδια» και
πομπώδεις μεταρρυθμίσεις. Με μικρές και σχεδόν ανεπαίσθητες τροποποιήσεις που
δεν θίγουν τα θεμέλια του δικαιοδοτικού μας συστήματος μπορεί να βελτιωθεί η
καθημερινότητα των δικηγόρων, πράγμα που είναι από τους σημαντικότερους
παράγοντες για την ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου