Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Υπόθεση Διστόμου - Μέρος Ι

της Άντυς Λιακοπούλου

Η υπόθεση του Διστόμου, η διεκδίκηση δηλαδή αποζημίωσης από το γερμανικό δημόσιο από μέρους των συγγενών των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο το 1944, πέρα από τις πολιτικές διαστάσεις που αναπόφευκτα έχει προσλάβει, συνιστά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον νομικό ζήτημα, καθώς συνέχεται άμεσα με τα όρια της αρχής της ετεροδικίας κρατών. Η ετεροδικία, η εξαίρεση, με άλλα λόγια αλλοδαπών κρατών από τη  διεθνή δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, συνιστά κανόνα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο οποίος εξασφαλίζει την αποφυγή προσβολής των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών και κατ'επέκταση επιβάρυνσης των διακρατικών σχέσεων εξαιτίας της υπαγωγής στην κρατική δικαιοδοσία αλλοδαπών κρατών[1].

Στο πρώτο αυτό μέρος του άρθρου για το Δίστομο, θα αναλυθεί η δικαστική  πορεία μέχρι την περίφημη απόφαση ΟλΑΠ 11/2000, η οποία δέχθηκε εξαίρεση από την αρχή της ετεροδικίας για την περίπτωση των σφαγών στο Δίστομο. Προτού όμως αναλύσουμε τις σχετικές αποφάσεις, χρήσιμη είναι μια σύντομη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης[2].

Στις 10 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί της Γκεστάπο και των SS Λειβαδιάς κατευθύνθηκαν με δύο αυτοκίνητα προς την Αράχωβα. Στο δρόμο πυροβολούσαν και σκότωναν κάθε Έλληνα που συναντούσαν. Φτάνοντας στο Δίστομο άρχισαν να λεηλατούν ό,τι έβρισκαν. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το χωριό Στείρι, στο δρόμο για το οποίο έπεσαν σε ενέδρα Ελλήνων, όπου οι Έλληνες αντάρτες σκότωσαν 18 Γερμανούς . Για αντίποινα λοιπόν οι Γερμανοί γύρισαν στο Δίστομο και διέταξαν όλους τους κατοίκους να κλειστούν στα σπίτια τους. Ύστερα κύκλωσαν το χωριό, τοποθέτησαν φρουρούς στις εξόδους και άρχισαν ομαδικές σφαγές. Γερμανοί ξιωματικοί και απλοί στρατιώτες επιδόθηκαν σε λεηλασίες, βιασμούς και σφαγιασμούς. Θύματά τους γέροι, νέοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμα και νήπια.
Οι συγγενείς διακοσίων ενός από τα θύματα της φοβερής εκείνης θηριωδίας αξίωσαν από το γερμανικό δημόσιο[3]- διάδοχο του Γ’Ράιχ- εκτός των άλλων, και αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω της υπό τις παραπάνω συνθήκες  απώλειας των οικείων τους.
Κατέφυγαν λοιπόν στο Πολυμελές  Πρωτοδικείο Λιβαδιάς[4], το οπoίο με απόφασή του τόνισε τα εξής δύο σημεία: πρώτον, ότι για πράξεις κράτους iure gestionis (πράξεις συναλλακτικές, με τις οποίες το κράτος συμμετέχει ως ίσος προς ίσο στην ιδιωτική συναλλακτική ζωή[5]) δεν ισχύει η ετεροδικία και, δευτερον, ότι με τη συμπεριφορά αυτή των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, το γερμανικό Ράιχ ουσιαστικά παραιτείται του προνομίου της ετεροδικίας[6]. Η απόφαση όμως αυτή πάσχει σε δύο σημεία: αφ’ενός χρησιμοποιεί τη διάκριση iure imperii-iure gestionis, χωρίς να υπεισέρχεται σε βαθύτερο συλλογισμό για τα όριά τους και, κατ’αποτέλεσμα, για τα κριτήρια διάκρισής τους και αφ’ετέρου, δεν εξηγεί πώς συνάγεται το συμπέρασμα περί παραίτησης[7].

Εν συνεχεία, η υπόθεση έφτασε στο Εφετείο Αθηνών[8], το οποίο  έκρινε ότι συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και δικαίωσε τους ενάγοντες, χαρακτηρίζοντας άμεσα τις επίδικες πράξεις ως de iure gestionis[9]
Το γερμανικό δημόσιο ακολούθως έκανε αίτηση αναίρεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης με τους υπ’αριθ.1,19,4 και 14 λόγους του α.559 ΚΠολΔ[10]. Η υπόθεση από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας[11] στην Ολομέλεια, η οποία εξέδωσε μια άκρως ενδιαφέρουσα απόφαση, της οποίας τα επιχειρήματα χρήζουν διεξοδικής ανάλυσης.
Πυρήνα του ζητήματος συνιστά το αν η εξαίρεση από την ετεροδικία λόγω παράβασης του δικαίου του πολέμου αποτελεί ήδη αποκρυσταλλωμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου. Ως προς αυτό ο ΑΠ, ακολουθώντας κλιμακωτό συλλογισμό, κρίνει ότι: (i) Κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου και κατά συνέπεια γενικά παραδεδεγμένο κανόνα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο οποίος συνιστά κατ’άρθρο 28παρ.1 Συντ. αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ,   αποτελεί η ετεροδικία (ii)Στη διεθνή έννομη τάξη έχει επικρατήσει πλέον το σύστημα της σχετικής ετεροδικίας, της κάλυψης δηλαδή από το προνόμιο μόνο των πράξεων εκείνων που συνιστούν άσκηση κυριαρχικής εξουσίας (iure imperii) και της εξαίρεσης από αυτό πράξεων διαχείρισης (iure gestionis). Η διάκριση μεταξύ των πράξεων ιure imperii και iure gestionis γίνεται με βάση το δίκαιο του forum.(iii) Η σχετική ετεροδικία υιοθετείται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ετεροδικία των Κρατών, [12]η οποία επικυρώθηκε από οχτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά εφαρμόζεται και από άλλα, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία. Κατά το άρθρο 11 λοιπόν της κωδικοποιητικής[13] αυτής Σύμβασης[14] «ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση ή αμέλεια σωματική βλάβη, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμός κλπ), ανεξάρτητα από το αν η αδικοπραξία τελέστηκε από το συμβαλλόμενο κράτος iure imperii ή iure gestionis». Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνει και το σχέδιο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του 1991 του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου.
Τα παραπάνω νομοθετήματα και σχέδια, η αναφορά σε εγχώριους νόμους[15] σε διάφορα κράτη του κόσμού και, τέλος, μεγάλο τμήμα της διεθνούς νομολογίας και θεωρίας οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι έχει ήδη διαμορφωθεί εθιμικός κανόνας διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο «τα εγχώρια δικαστήρια, κατ’εξαίρεση από την αρχή της ετεροδικίας, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιδικάζουν αγωγές αποζημίωσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) για αδικοπραξίες που τελέστηκαν σε βάρος προσώπων και της περιουσίας αυτών σε έδαφος τoυ forum από όργανα αλλοδαπού κράτους που ήταν παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο τέλεσης των αδικοπραξιών τούτων και άν ακόμη πρόκειται για πράξεις κυριαρχικής εξουσίας (iure imperii)».
Πριν σχολιάσουμε τα επιχειρήματα της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, χρήσιμο θα ήταν να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις. Εν πρώτοις, ίσως φαίνεται αντιφατικό ότι, ενώ στην αρχή της επιχειρηματολογίας του το δικαστήριο κάνει λόγο για εθιμικό κανόνα περί ετεροδικίας, στο τέλος καταλήγει σε συμπεράσματα περί εθιμικού δικαίου μη υπαγωγής στην ετεροδικία. Πώς γίνεται να συνυπάρχουν αντιφατικοί μεταξύ τους εθιμικοί κανόνες;
Ακόμη κι αν δεχθούμε τη θέση ότι η ετεροδικία συνιστά διεθνή εθιμικό κανόνα,δ εν σημαίνει πως δεν μπορεί να διαμορφωθεί νεότερος και ειδικότερος εθιμικός κανόνας που να περιορίζει την ισχύ του πρώτου. Άλλωστε ο θεσμός της ετεροδικίας, ενδοτικού (μη αναγκαστικού δηλαδή) δικαίου κανόνας είναι επιδεκτικός περιορισμών και εξαιρέσεων.
Στο επόμενο τμήμα της ενότητας για το Δίστομο, θα ακολουθήσει ανάλυση των επιχειρημάτων της αρεοπαγητικής απόφασης σε αντιδιαστολή με τα επιχειρήματα της μειοψηφίας[16] , καθώς επίσης και η παρουσίαση της απόφασης  6/2002 του  Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.



[1]Τσικρικάς Δ., Σκέψεις για τη θεμελίωση της λειτουργίας της ετεροδικίας των κρατών, Δ 2006
[2] Η περιγραφή βασίζεται στην αρεοπαγητική απόφαση.
[3] Βλ. και Μ. Panezi, σχόλιο υπό ΑΕΔ 6/2000, RHDI 2003, 209 ‘...their acts are attributable to the State, as they were performing their duties as state organs thus resulting to state responsibility’.
[4] ΠολΠρωτΛιβαδιάς 137/97, ΝοΒ1998. 246επ.
[5]Κατ'αντιδιαστολή προς τις πράκεις iure imperii, με τις οποίες ασκείται από το κράτος δημόσια εξουσία
[6] Το δεύτερο αυτό στοιχείο το αρύσθηκε η απόφαση από τη γνωμοδότηση του καθ. Ιωάννου για το σχετικό ζήτημα, που δημοσιεύεται σε ΕλλΔ/νη 1996, 1531επ.
[7] Βλ. κριτική Γ.Τσιλιώτη, Η αδικοπρακτική ευθύνη των στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα, το ζήτημα της ετεροδικίας του ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και το ΑΕΔ, Δ 2000,10
[8] ΕφΑθ 1122/1999, ΝοΒ 1999, 973 επ.
[9] Συγκεκριμένα έκρινε ότι «οι πράξεις αυτές δεν αποτελούσαν τμήμα της δημόσιας εξουσίας του κατέχοντος ούτε συνιστούσαν αναγκαίο επακόλουθο του δημόσιου χαρακτήρα της γερμανικής κατοχής».
[10] Δηλ. για παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (559-1 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα του διεθνούς εθιμικού κανόνα της ετεροδικίας, όπως επικαλέστηκε, για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (559-19 ΚΠολΔ), δηλαδή εν προκειμένω για μη νόμιμη βάση ως προς τη διαπίστωση εθιμικού κανόνα εξαίρεσης από την ετεροδικία, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων (559-4 ΚΠολΔ) και για παράνομη κήρυξη ακυρότητας, (559-14 ΚΠολΔ), εδώ της αγωγής λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας.
[11] 563 παρ.2 στοιχ.β’ ΚΠολΔ
[12] Η συνθήκη αυτή, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράφηκε στη Βασιλεία στις 16.5.1972 και επικυρώθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Κύπρο.
[13] Η απόφαση τονίζει ότι ότι η Σύμβαση ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύοντος δικαίου της Ηπειρωτικής Ευρώπης.
[14] Βλ. όμως και εισήγηση Μ. Γαβουνέλη, Η από 15 Νοεμβρίου 2001 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, Ασυλία αλλοδαπού κράτους για αδικοπρακτική ευθύνη, Δ33, 785επ. και συγκεκριμένα σελ.786, όπου σημειώνεται πως «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Κρατικών Ασυλιών δεν θεωρήθηκε κατά το χρόνο υιοθετήσεώς της ως κωδικοποίηση ισχύοντος δικαίου, αλλά μάλλον ως ‘προοδευτική ανάπτυξη του δικαίου των ασυλιών’. Κατά ρητή αναφορά στην εισηγητική Έκθεση το τελικό κείμενο της Συμβάσεως λαμβάνει υπ’όψιν ‘τις τάσεις της νομολογίας και της επιστήμης στην πλειοψηφία των χωρών’», καθώς επίσης και σελ.789, όπου αναφέρεται ότι το Πρωτοδικείο του Haarlem (ολλανδικό δικαστήριο) σε μια απόφασή του (L.F. and H.M.H.K. κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  (7 May 1986, NYIL, 1989, 285)), θεώρησε ότι η πρακτική των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης εμφανίζει τόσο σημαντικές αποκλίσεις, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύμβαση συνιστά πηγή περιφερειακού εθιμικού δικαίου».
[15] Έγινε στην απόφαση ρητή μνεία στηFSIA ΗΠΑ (1976), SIA Ηνωμένου Βασιλείου (1978), FSIA Αυστραλίας   (1985), SIA Καναδά (1982), SIA Ν.Αφρικής (1981).
[16] Μειοψήφισαν 5 μέλη του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου