Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα μικρό σημείωμα για τα παιδιά-στρατιώτες, στην Ουγκάντα και όχι μόνο (με αφορμή την προβολή του video “ΚONY 2012”)

  Το Μάρτιο του 2012 κυκλοφόρησε ένα video με τίτλο "ΚΟΝΥ 2012" και θέμα την εγκληματική δράση του αρχηγού της επαναστατικής ομάδας Lord's Resistance Army (LRA) στην Ουγκάντα[1], το οποίο έκανε το γύρο του κόσμου. Σκοπός του κινηματογραφιστή Jason Russel και της ΜΚΟ Invisible Children, εμπνευστών του video, το οποίο είχε περί τις 90 εκατομμύρια προβολές στο youtube και 17 εκατομμύρια επισκέψεις στο Vimeo, ήταν να ευαισθητοποιηθεί η παγκόσμια κοινή γνώμη και να γίνουν ευρέως γνωστά τα εγκλήματα πολέμου του συγκεκριμένου πολέμαρχου, εναντίον του οποίου εκκρεμούν από το 2005 ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου 12 κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και 21 κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου[2]. Παρά τις σφοδρές κριτικές που δέχτηκε η προβολή του video, κυρίως για υπεραπλούστευση[3] των τεκταινομένων στην Ουγκάντα, ακόμα και για συγκεκαλυμμένη εκστρατεία υπέρ της κυβέρνησης της χώρας, το διαχυτικό αποτέλεσμα που είχε η προβολή ήταν αρκετά σημαντικό, καθώς έκανε γνωστό ευρύτατα ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου, τη βίαιη απαγωγή και στρατολόγηση παιδιών ακόμα και κάτω των 15 ετών.

            Την υπόθεση φώτισε αρκετά η Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών[4] που ακολούθησε τον Ιούνιο 2012, σύμφωνα με την οποία  κατά το διάστημα μεταξύ 2009-2012 απήχθησαν περί τα 600 παιδιά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως στρατιώτες, ενώ 268 κορίτσια εξ αυτών ως σκλάβες σεξ για τους πολεμιστές, με την επίσημη καταγραφή να αντιπροσωπεύει μέρος μόνο της πραγματικότητας, σύμφωνα με δηλώσεις της ειδικής απεσταλμένης του ΟΗΕ για τα παιδιά κα τις ένοπλες συγκρούσεις Ραντίκα Κουμαρασουάμι.
Τα στατιστικά στοιχεία για τα παιδιά-στρατιώτες ωστόσο είναι ακόμη πιο ζοφερά. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι τα 300.000 συνολικά, παγκοσμίως καταγεγραμμένα μέχρι στιγμής παιδιά[5] προέρχονται από 50 διαφορετικές χώρες, ενώ έχουν καταγραφεί ακόμα και περιπτώσεις επτάχρονων στρατιωτών. Με το fact-finding, τις επίσημες κατηγορίες εναντίον υπευθύνων για το έγκλημα αυτό και την ευρεία γνωστοποίησή του είναι προφανές ότι έχει γίνει ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή του, οι τόσο ανατριχιαστικοί ωστόσο αριθμοί αποδεικνύουν ότι πρακτικά δεν έχουν ακόμα γίνει αποφασιστικά βήματα από τη διεθνή κοινότητα.

*Δημοσιεύτηκε στο http://internationalcases.blogspot.gr/


[1] Ο LRA ιδρύθηκε τη δεκαετία του ’80 στην Ουγκάντα, με σκοπό την ένοπλη πάλη κατά της κυνέρνησης της Ουγκάντα, η οποία, όπως ισχυρίζονται μέλη του LRA είχε παραγκωνίσει  την εθνοτική κοινότητα των Άκολι προς όφελος των νοτίως διαβιούντων εθνοτικών ομάδων της Ουγκάντα. Σύντομα επεκτάθηκε η δράση του και στο γειτονικό Κονγκό, στο Νότιο Σουδάν και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ενώ οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί συχνά επέσυραν κατηγορίες κατά των μελών του για εγκλήματα όπως επιθέσεις κατά αμάχων, βίαιοι εκτοπισμοί, βιασμοί, στρατολόγηση παιδιών. Σήμερα υπολογίζεται ότι ο LRA αριθμεί περί τους 500 πολεμιστές.
[2] http://www.haguejusticeportal.net/index.php?id=8193
[3] http://www.abc.net.au/news/2012-03-10/kony2012-director-answers-critics/3881426
[4] http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=42163&Cr=LRA&Cr1
[5] http://www.un.org/cyberschoolbus/briefing/soldiers/index.htm

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

H σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η υπόθεση Μλάντιτς


Η υπόθεση της σφαγής στη Σρεμπρένιτσα επανέρχεται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο εν όψει της επανέναρξης της δίκης του Ράτκο Μλάντις, πρώην στρατιωτικού διοικητή των Σέρβων της Βοσνίας, η οποία είχε ξεκινήσει στις 16 Μαΐου 2012 ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το κατηγορητήριο κατά του Μλάντιτς περιλαμβάνει 11 κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μεταξύ των οποίων και αυτό της γενοκτονίας, με κεντρική δράση το σφαγιασμό 8000 αμάχων μουσουλμάνων (εφήβων και ανδρών) στη Σρεμπρένιτσα το 1995.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το Μάρτιο του 1992 ξεκίνησε ο πόλεμος της Βοσνίας, η τρίτη κατά χρονολογική σειρά πολεμική σύρραξή στο πλαίσιο του Εμφυλίου της Γιουγκοσλαβίας, μετά τον πόλεμο των Δέκα Ημερών στη Σλοβενία και τον Πόλεμο στην Κροατία. Αφορμή στάθηκε το Δημοψήφισμα της 1ης Μαρτίου 1992, όπου οι Βόσνιοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία (99%) ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας της Βοσνίας, η διακήρυξη της οποίας έγινε τέσσερις μέρες μετά. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς ο ηγέτης του ισλαμικών καταβολών και πεποιθήσεων Κόμματος Δημοκρατικής Δράσης, Αλία Ιζετμπέκοβιτς, κήρυξε γενική επιστράτευση και οργάνωσε το Στρατό της Δημοκρατίας της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Πολιτικός του αντίπαλος ήταν ο Ράντοβαν Κάραζιτς, αρχηγός του εθνικού Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος, του δημοφιλέστερου κόμματος μεταξύ των Σερβοβοσνίων. Στις 6 Απριλίου, η Ε.Ο.Κ. αναγνωρίζει τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη ως ανεξάρτητο κράτος και στις 7 Απριλίου, οι ΗΠΑ, γεγονός που πυροδότησε βίαιες συγκρούσεις. Λίγο πριν το τέλος του 1994 και ενώ ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος έχει τελειώσει, ο Κροατικός Στρατός καταλαμβάνει την στρατηγικής –λόγω της γειτνιασής της με την πρωτεύουσα της Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα Κνιν - σημασίας πόλη Κούπρες και τη γύρω περιοχή στη δυτική Βοσνία. Η κατάσταση στην περιοχή είχε αρχίσει να εντείνεται ολοένα και περισσότερο και οι συγκρούσεις έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, όταν αρχές Ιουλίου του 1995, ο σερβο-βοσνιακός στρατός (με τη συμμετοχή και Ελλήνων εθελοντών[1]) υπό την ηγεσία του Ράτκο Μλάντιτς, εξουδετέρωσε μονάδες του βοσνιακού στρατού στην επιχείρηση με την κωδική ονομασία "Κρίβαγια 95". Η συνέχεια είναι γνωστή. Η επόμενη κίνηση του σερβο-βοσνιακού στρατού ήταν η κατάληψη της Σρεμπρένιτσα[2], περιοχή που τελούσε υπό την προστασία Ολλανδών κυανοκράνων[3], και οι μαζικές εκτελέσεις περίπου 8.000 αμάχων αρρένων, γυναικόπαιδα εκτοπίστηκαν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για βιασμούς.

Ήδη από το 1993 είχε συσταθεί το ad hoc Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο  για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), ενώπιον του οποίου ήχθησαν άνω των 160 κατηγορούμενοι εγκλημάτων πολέμου από όλες τις εθνικότητες. Το 2004, στην υπόθεση Krstic[4], το δικαστήριο ομοφώνως χαρακτήρισε ως γενοκτονία τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Το 2007, στην υπόθεση Βοσνίας-Ερζεγοβίνης[5] , το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε γενοκτονία σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ (στ. α΄και β΄) της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, καθώς οι στρατιώτες του σερβοβοσνιακού στρατού στόχευσαν στην εξόντωση μέρους των μουσουλμάνων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Απάλλαξε από την ευθύνη για τη σφαγή το κράτος της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, θεώρησε ωστόσο ότι η Σερβία, μοναδικός διάδοχος της Γιουγκοσλαβίας, παραβίασε το διεθνές δίκαιο, μη ενεργώντας προς την αποτροπή της σφαγής και αποτυγχάνοντας να φροντίσει να αχθούν ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου οι κατηγορούμενοι, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Ρατκο Μλάντιτς, ο οποίος συνελήφθη μόλις στις 26 Μαΐου του 2011, αφού κρυβόταν στη Σερβία για 16 χρόνια.

Το χαρακτηρισμό της σφαγής ως γενοκτονίας αμφισβήτησε προ μηνός ο νέος Πρόεδρος της Σερβίας, Τόμισλαβ Νίκολιτς, δηλώνοντας ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι διαπράχθηκε γενοκτονία, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας.



[1] Τον Ιούλιο του 2006, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Α.Παπαληγούρας διέταξε εισαγγελική έρευνα για τη συμμετοχή των Ελλήνων στη σφαγή, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.Το θέμα είχε φέρει στη Βουλή με επίκαιρη ερώτησή του ο ανεξάρτητος βουλευτής Α. Αδριανόπουλος.
[2] Η Σρεμπρένιτσα, βάσει Res.819 του  Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε από το 1993 κηρυχθεί ασφαλής περιοχή (‘safe area’).
[3] Μετά τα γεγονότα της Σρεμπρένιτσα και την αποτυχία των Ολλανδών στρατιωτών να προστατεύσουν την πόλη ως όφειλαν, η ολλανδική κυβέρνηση παραιτήθηκε.
[4] http://www.icty.org/x/cases/krstic/acjug/en/krs-aj040419e.pdf
[5] ICJ; The Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Bosnia and Herzegovina v. Serbia and Montenegro), case 91, The Hague, 26 February 2007, p. 108, paragraph 297. /http://www.icj-cij.org/docket/files/91/13685.pdf

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

ΣΥΡΙΑ: Όταν η Άνοιξη χτύπησε την πόρτα για δεύτερη φορά…

της Άντυς Λιακοπούλου

Τις τελευταίες 27 ημέρες, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί συγκλονισμένη τον βομβαρδισμό της πόλης Χομς στη Συρία από τις δυνάμεις του καθεστώτος του Μπασαρ Αλ Ασσάντ. Στους άνω των 5.000 νεκρούς[1] από την αρχή της επανάστασης τον Ιανουάριο του 2011 στη Συρία ήρθαν να προστεθούν άλλοι 300, άμαχοι, μέλη ειρηνευτικών οργανώσεων, αλλά και πολεμικοί ανταποκριτές, όπως η Μαρί Κολβιν και ο Ρεμύ Οσλίκ.

Ποιος είναι όμως ο Μπασάρ Αλ Ασάντ και γιατί το καθεστώς του έγινε τόσο λαομίσητο;
Ο Μπασάρ Αλ Ασσάντ, ηγέτης του κόμματος Μπάαθ[2] και Προεδρος της Συρίας, ανέλαβε την εξουσία το 2000, όταν ο πατέρας του, Χαφέζ Αλ Ασσάντ, στην Προεδρία της χώρας από το 1970 (επτά χρόνια μετά την επικράτηση δηλαδή του πραξικοπήματος που έφερε το κόμμα Μπάαθ στην εξουσία, θέτοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης), πέθανε από καρδιακή προσβολή. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, ο Χαφέζ Αλ Ασσάντ [3] είχε σταθεροποιήσει την ισχύ του στο εσωτερικό της χώρας, καταργώντας τη λειτουργία άλλων κομμάτων, περιστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες και ευνοώντας την κατάληψη αξιωμάτων από μέλη της θρησκευτικής ομάδας των Αλαουιτών, σιιτικής αίρεσης στην οποία ανήκε και ο ίδιος και οι οπαδοί της οποίας αντιστοιχούν στο 15% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Μαύρη στιγμή στην ιστορία της διακυβέρνησής του υπήρξε η περίφημη ‘’Σφαγή της Χάμα’’ το 1982, όπου δυνάμεις του Ασσάντ κατέστειλαν εξέγερση υποκινούμενη από την Σουννιτική Μουσουλμανική Αδελφότητα εναντίον του καθεστώτος, οδηγώντας στο θάνατο 1000 ανθρώπους και πνίγοντας μια ολόκληρη πόλη στο αίμα [4].

Ήταν φυσικό, λοιπόν, η έλευση του Μπασάρ Αλ Ασσάντ στην εξουσία να συνδεθεί στις συνειδήσεις πολλών Σύρων με την ανατολή μιας νέας εποχής για τη χώρα, που θα σήμαινε το τέλος της διαφθοράς και της καταστολής ατομικών δικαιωμάτων και θα οδηγούσε τη χώρα, μέσω του εκσυγχρονισμού θεσμών και δομών, στην πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη. Και πράγματι, την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του, δόθηκε αμνηστία σε εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους, απολύθηκαν υπουργοί που είχαν κατηγορηθεί για διαφθορά και υιοθετήθηκαν μέτρα, τόσο για την τόνωση της βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος (μείωση φορολογίας, ενίσχυση ιδιωτικής συμμετοχής στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα), όσο και για την πρόσβαση στην πληροφόρηση (εισαγωγή του Ιντερνετ στη χώρα το 2001) και την ενίσχυση του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου.

Η περίοδος αυτή, η οποία χαρακτηρίστηκε «Άνοιξη της Δαμασκού», δεν κράτησε πολύ. Σύντομα ξεκίνησαν συλλήψεις πολιτών υπόπτων για επαφές με τη Σουννιτική Μουσουλμανική Αδελφότητα και απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε πολλές σελίδες στο Ιντερνετ. Η τρομοκρατική απειλή μετά την 11η Σεπτεμβρίου και η εισέλευση κύματος μεταναστών από τις γειτονικές εμπόλεμες χώρες οδήγησε τον Ασσάντ στην εντατικοποίηση των προσπαθειών για έλεγχο του σουννιτικού στοιχείου (το οποίο είναι και το επικρατέστερο πληθυσμιακά στη χώρα, καλύπτοντας το 74% των Σύρων), πράγμα το οποίο οδήγησε σε μεγαλύτερη καταστολή ατομικών ελευθεριών. Πριν την εξέγερση του 2011, το καθεστώς Ασσάντ δοκίμασε δύο ακόμη σοβαρές κρίσεις: η πρώτη ήταν με την «Επανάσταση των Κέδρων» το 2005 στο Λίβανο, μετά τη δολοφονία του Λιβανέζου Πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, για την οποία ευθύνες αποδόθηκαν στις συριακές μυστικές υπηρεσίες, οπότε και πιέστηκε από τη διεθνή κοινή γνώμη (Ψήφισμα 1559/2004 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και επιμονή της Γαλλίας και των ΗΠΑ) για πλήρη απόσυρση των στρατευμάτων της Συρίας από τον Λίβανο (πράγμα το οποίο έγινε στο τέλος της ίδιας χρονιάς) και αφοπλισμό της Χεζμπολάχ. Η δεύτερη κρίση συνδεόταν με την αραβο-ισραηλινή διένεξη του 2006, κατά την οποία ο Ασσάντ τάχθηκε εμφανώς στο πλευρό της Χεζμπολάχ. Με την εκτόνωση της έντασης και την πανηγυρική επανεκλογή του το 2007 άρχισε να ανακτά λίγο από το χαμένο έδαφος, οι φωνές ωστόσο για καθεστωτική αλλαγή είχαν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν στο εσωτερικό της Συρίας και εκφεύγουν πια των στενών ορίων των θρησκευτικών διαφορών. Κι έτσι, τον Ιανουάριο του 2011 ξεκίνησαν οι πρώτες διαδηλώσεις με αίτημα την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και την αποκατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών-διαδηλώσεις οι οποίες κορυφώθηκαν το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς. Η αρχική αντίδραση της κυβέρνησης Ασσάντ ήταν να απαντήσει βίαια στις εξεγέρσεις, υπό την πίεση όμως της διεθνούς κοινής γνώμης, ήρθη τελικά, τον Απρίλιο του 2011, μετά από 48 χρόνια η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και παραιτήθηκαν οι υπουργοί της κυβέρνησης (όχι και ο Πρωθυπουργός). Ο χείμαρρος, ωστόσο της επανάστασης ήταν αδύνατο να σταματήσει. Οι αντικαθεστωτικοί συνεχίζουν τον αγώνα τους και τον Οκτώβριο του 2011 ιδρύουν στην Κωνσταντινούπολη το «Συριακό Εθνικό Συμβούλιο[5]» με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Ασσάντ. Η διεθνής κοινή γνώμη εντείνει τις πιέσεις της, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, αφ’ενός, να αποφασίζουν πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, απαγόρευση εισόδου στη χώρα του Ασσάντ και μελών του καθεστώτος και εμπάργκο στις επενδύσεις, ενώ, αφ’ετέρου, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Γερμανία προωθούν σχέδιο απόφασης στο Συμβούλιο Ασφαλείας για καταδίκη της Συρίας (χωρίς να γίνεται λόγος για κυρώσεις), έχοντας όμως ως εμπόδιο το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας που διαφωνούν με την επεμβατικότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας με το αιτιολογικό ότι ανοίγει δρόμο για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Ο Ασσάντ , από την άλλη, απειλεί με σύρραξη με το Ισραήλ σε περίπτωση υιοθέτησης τέτοιου ψηφίσματος,

Για την εκτόνωση της έντασης στα μέσα Ιανουαρίου του 2012 χορηγείται γενική αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν από τις 15 Μαρτίου του 2011 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2012. Απορρίπτει ωστόσο ο Ασσάντ την πρόταση του Αραβικού Συνδέσμου για μεταβίβαση εξουσίας στον αντιπρόεδρο και σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα να προκαλέσει για μια ακόμη φορά την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επεκτείνει την απαγόρευση εισόδου σε πλείονα στελέχη του καθεστώτος. Τον Φεβρουάριο του 2012 ανακοινώνεται δημοψήφισμα, (πρόταση η οποία δεν γίνεται δεκτή από την αντιπολίτευση), ενώ παράλληλα συνεχίζεται από την κυβέρνηση ηαιματηρή προσπάθεια καταστολής της εξέγερσης στο προπύργιο των επαναστατών στην πόλη Χομς, αλλά και σε άλλες πόλεις.

Ο κλοιός σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον Σύρο μονάρχη. Σήμερα, 1η Μαρτίου 2012, το 47μελές Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ καταδίκασε[6] τη Συρία για τις βιαιότητες που λαμβάνουν χώρα και οι οποίες ενδεχομένως και να συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ζήτησε τον τερματισμό των επιθέσεων κατά των αμάχων και την «απρόσκοπτη πρόσβαση» των Ηνωμένων Εθνών και των ανθρωπιστικών οργανώσεων στη χώρα. Όλα δείχνουν ότι η αληθινή Άνοιξη ήρθε κι έχει αρχίσει να εγκαθίσταται σιγά σιγά στη Συρία.








[1] Ο αριθμός των νεκρών είναι κατά δήλωση της Ύπατης Αρμοστού του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ναβι Πιλλάι, (http://www.bbc.co.uk/news/world-middle-east-16151424) ενώ κατά τις δυνάμεις των επαναστατών, οι νεκροί ξεπερνούν τους 8.000.
[2] Το όνομα Μπάαθ σημαίνει ‘ανάσταση’
[3] http://www.guardian.co.uk/theguardian/2000/jun/15/guardianweekly.guardianweekly1
[4] OHN KIFNER, Special to the New York Times (12 February 1982). "Syrian Troops Are Said To Battle Rebels Encircled In Central City
[5] Στο Συμβούλιο έχων συνενωθεί διάφορες δυνάμεις αντικαθεστωτικών, όχι μόνο σουννιτικές
[6] Με 37 ψήφους υπέρ, τρεις κατά - συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και της Ρωσίας- και τρεις αποχές.

Καμπότζη: Η δίκη για τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ

της Άντυς Λιακοπούλου

Η πρώτη απόφαση για καταδίκη Ερυθρού Χμερ από το Ειδικό Δικαστήριο που συστήθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της πενταετίας 1975-1979 από το καθεστώς του Πολ Ποτ εκδόθηκε την περασμένη Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου[1]. Ο Κάιν Γκουέκ Εαβ, γνωστός και ως Ντουκ, διευθυντής της κεντρικής φυλακής της Πνομ Πενχ υπό το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ, της περίφημης S-21, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη[2] για το βασανισμό και την εκτέλεση άνω των 17.000 ανθρώπων, οι οποίοι φυλακίστηκαν, γιατί αντιτάχθηκαν στο σκληρό πρόγραμμα κολλεκτιβοποίησης που επιβλήθηκε με την έλευση του Πολ Ποτ στην εξουσία.

Η «πιο σημαντική και πολύπλοκη δίκη μετά από αυτή της Νυρεμβέργης», κατά τον διεθνή δικαστή Άντριου Κέιλι ξεκίνησε τυπικά το Νοέμβριο του 2006. Εκτός από τον Κάιν Γκουέκ Εαβ, κατηγορίες απαγγέλθηκαν το Νοέμβριο του 2011 στους Νουον Τσεα, δεξί χέρι του Πολ Ποτ και ιδεολογικό καθοδηγητή του κινήματος, στον Κιου Σαμπχαν, Πρόεδρο της τότε Κυβέρνησης,  στον Ιενγκ Σαρι, Υπουργό Εξωτερικών του καθεστώτος και στη σύζυγό του Ιενγκ Τιρίθ, υφυπουργό Εξωτερικών την ίδια περίοδο, ενώ 4.000 θύματα παρέστησαν ως πολιτική αγωγή . Η συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Καμπότζης και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την παραπομπή σε δίκη των πρωτεργατών της εξόντωσης 2 εκατομμυρίων περίπου πολιτών της Καμπότζης (το 1/4 του τότε συνολικού πληθυσμού της) είχε επέλθει το 2003 μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις[3]. Οι κατηγορίες, τις οποίες οι πέντε κατηγορούμενοι (τέσσερις πλέον, μετά την καταδίκη του Εαβ) αντιμετωπίζουν είναι γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Πολ Ποτ ποτέ δεν προσήχθη ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου, καθώς είχε ήδη πεθάνει το 1998.

Το ιστορικό υπόβαθρο είναι λίγο πολύ γνωστό: Τον Απρίλιο του 1975 λίγο πριν λήξει ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο οποίος είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στις γειτονικές χώρες Καμπότζη και Λάος, οι Ερυθροί Χμερ, αριστεροί αντάρτες που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή ήδη από τη δεκαετία του ’50 με επικεφαλής τον μαοϊστή ηγέτη Σαλόθ Σαρ (το πραγματικό όνομα του Πολ Ποτ) ή Αδερφό Νούμερο Ένα και με τις ευλογίες της Κίνας μπήκαν στην Πνομ Πενχ, όπου ο λαός τους υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Γρήγορα όμως διαψεύστηκαν οι προσδοκίες όσων πίστεψαν ότι με την έλευσή τους θα απαλλάσσονταν από τη διεφθαρμένη κυβέρνηση της χώρας και από τον όλεθρο του πολέμου. Εκτοπισμοί, καταναγκαστικά έργα, υποσιτισμός, βασανισμοί και αμέτρητες εκτελέσεις υπόπτων κατά του καθεστώτος βύθισαν τη χώρα στη δυστυχία και το αιματοκύλισμα για περίπου τέσσερα χρόνια. Το Δεκέμβριο του 1978 βιετναμικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Καμπότζη κι ένα μήνα αργότερα η πρωτεύουσα παραδόθηκε. Οι Ερυθροί Χμερ, ηττημένοι, αποσύρθηκαν στα δυτικά της χώρας και στην Ταϋλάνδη, συνεχίζοντας ωστόσο να προκαλούν προβλήματα με ανταρτοπολέμους κατά των νέων, υποστηριζόμενων από το Βιετνάμ κυβερνήσεων της χώρας, για αρκετά χρόνια αργότερα.

Το νομικό ενδιαφέρον της υπόθεσης έγκειται, σε μεγάλο βαθμό, στις κατηγορίες περί γενοκτονίας. Ως γενοκτονία, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, νοείται κάθε πράξη που ενεργείται με πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής.[4] Ο ορισμός αυτός έχει κατά καιρούς δεχθεί κριτικές ότι δεν είναι αρκετά ευρύς, ώστε να συμπεριλάβει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντελούνται πράξεις συστηματικής εξόντωσης ομάδων πληθυσμών με κοινά εθνικά, εθνοτικά, θρησκευτικά ή πολιτιστικά στοιχεία[5]. Στην περίπτωση του βασανισμού και θανάτωσης κατοίκων της Καμπότζης, τα στεγανά του ορισμού καθίστανται αρκετά εύληπτα, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της ομάδας κατά της οποίας έγιναν προσπάθειες εξόντωσης δεν έγινε με τα συγκεκριμένα  απαραιτήτως κριτήρια, επειδή δηλαδή ανήκαν στη συγκεκριμένη ομάδα/ φυλή/ έθνος, επιτατικό του οποίου είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί διώχθηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από ομοεθνείς τους. Αντιθέτως, φυλακίστηκαν, υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και εκτελέστηκαν κάτοικοι της Καμπότζης (Χμερ στο μεγαλύτερο μέρος, αλλά και ξένοι), κάθε ηλικίας, φύλου και θρησκείας, οι οποίοι κρίνονταν ύποπτοι και επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Οι κατηγορίες για γενοκτονία έχουν απαγγελθεί. Μένει να δει κανείς πώς το Ειδικό Δικαστήριο θα τις χειριστεί και αν θα υπαγάγει τις επίδικες πράξεις στο όποιο εύρος της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της γενοκτονίας.





[1] Το 2010 ο Κάιν Γκουέκ Εαβ είχε καταδικαστεί σε 35ετή κάθειρξη, σε δεύτερο βαθμό (μετά από άσκηση άφεσης από μέρους του κατηγορουμένου)  ωστόσο το δικαστήριο του επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης
[2] Ο κανονισμός του Ειδικού Δικαστηρίου αποκλείει την θανατική ποινή.
[3] Πολλοί από του επικεφαλής των εγκλημάτων κατάφεραν να ξεφύγουν
[4] Genocide: ...any of the following acts committed with intent to destroy, in whole or in part, a national, ethnical, racial or religious group, as such:
(a) Killing members of the group;
(b) Causing serious bodily or mental harm to members of the group;
(c) Deliberately inflicting on the group conditions of life calculated to bring about its physical destruction in whole or in part;
(d) Imposing measures intended to prevent births within the group;
(e) Forcibly transferring children of the group to another group.
Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide, Article II

[5] Schabas A. William, Genocide in International Law, Cambridge: Cambridge University Press, 2000, p. 198 και του ιδίου , Problems of International Codification -Were the Atrocities in Cambodia and Kosovo Genocide? (2001) 35 New England Law Review 287, 302

Υπόθεση Διστόμου - Μέρος ΙΙΙ - Παρέμβαση της Ελλάδας στη δικαστική διαμάχη Ιταλίας- Γερμανίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου


της Άντυς Λιακοπούλου

Η σειρά αυτή άρθρων για την υπόθεση του Διστόμου και τις γερμανικές αποζημιώσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα μπορούσε παρά να κλείνει με την αναφορά  στη διαμάχη μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου  της Χάγης, στην οποία παρενέβη και η Ελλάδα, θεμελιώνοντας έννομο συμφέρον με βάση το γεγονός της εκτέλεσης στην Ιταλία αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων στην υπόθεση του Διστόμου.

Αρχή της δικαστικής διαμάχης μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας για το θέμα των αποζημιώσεων από εγκλήματα των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε η αγωγή για αποζημίωση που ήγειρε το Νοέμβριο του 2000 ενώπιον του Πρωτοδικείου Arezzo ένας Ιταλός πολίτης, ο Luigi Ferrini, o οποίος το 1944 απελάθηκε στη Γερμανία και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του, με το αιτιολογικό ότι οι επίδικες ενέργειες, για τις οποίες ο ενάγων αιτούνταν αποζημίωση, ανήκουν στη σφαίρα του ius imperii και ως εκ τούτου καλύπτονται από την ετεροδικία, σκεπτικό που επαναλήφθηκε και στο Εφετείο με τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα. Ο Ferrini τότε προσέφυγε στο ιταλικό Ακυρωτικό (Ferrini v. Reppublica Federale di Germania, Cass. Mar. 11, 2004) (Sez.Un.), 87, Rivista di Diritto Internazionale, 539, 2004), ζητώντας την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο περιέπεσε στο σφάλμα αφ’ενός του να θεωρήσει ότι η ετεροδικία είναι κανόνας εθιμικού διεθνούς δικαίου και αφ’ετέρου του να υπολάβει ότι ετεροδικία δικαιολογείται ακόμη και όταν παραβιάζονται κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου και ιδίως αυτοί που προστατεύουν έναν στενό πυρήνα αναπαλλοτρίωτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ιταλικό Ακυρωτικό απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό, τονίζοντας ότι η ετεροδικία συνιστά αναμφίβολα κανόνα εθιμικού διεθνούς δικαίου, παρόλο του, όπως δέχθηκε, το πεδίο εφαρμογής του διαρκώς συρρικνούται. Απεφάνθη εξάλλου ότι όταν παραβιάζεται ius cogens, συνδεόμενο μάλιστα με προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν ισχύει ο κανόνας της ετεροδικίας, οπότε στη συγκεκριμένη υπόθεση το αναιρεσίβλητο γερμανικό δημόσιο υποχρεούται να αποζημιώσει τον αναιρεσείοντα.

Η απόφαση αυτή του ιταλικού Ακυρωτικού άνοιξε το δρόμο και για άλλες παρόμοιες διεκδικήσεις στην Ιταλία. Μάλιστα, οι Έλληνες διάδικοι που δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν την απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδιάς και μετά την τελεσιδικία της λόγω της άρνησης του Υπουργού να δώσει άδεια για την εκτέλεση κατά περιουσίας του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα, ζήτησαν και πέτυχαν την εκτέλεση της απόφασης του ελληνικού δικαστηρίου στην Φλωρεντία.

Το 2008 η Γερμανία προσέφυγε ενώπιον του Διεθνούς της Χάγης κατά της Ιταλίας, επικαλούμενη παραβίαση εκ μέρους των ιταλικών δικαστηρίων της δικαστικής ασυλίας που κατά την άποψή της απολαύει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο εκ μέρους των ιταλικών δικαστηρίων.

Τρία χρόνια αργότερα η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στο Διεθνές Δικαστήριο αίτημα παρέμβασης στη διαδικασία, σύμφωνα με το Άρθρο 62 του Καταστατικού του ΔΔ, συμμετοχής δηλαδή στην προφορική διαδικασία της υπόθεσης και δυνατότητα παρουσίασης των θέσεών της για το ζήτημα της ετεροδικίας κράτους όπως το είδαν οι Έλληνες δικαστές στην υπόθεση του Διστόμου. Η Ελλάδα ζήτησε από το δικαστήριο την αποδοχή του αιτήματός της, επειδή είχε έννομο συμφέρον με βάση το γεγονός της εκτέλεσης στην Ιταλία αποφάσεων ελληνικών. Η αίτηση έγινε δεκτή, παρά τις επιφυλάξεις της Γερμανίας. Στα εξήντα έξι χρόνια λειτουργίας του ΔΔ, επί εννέα υποθέσεων, ήταν η τρίτη φορά που το δικαστήριο αποδέχτηκε αίτημα παρέμβασης.

Η υπόθεση εκδικάστηκε το Σεπτέμβριο του 2011 και η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί στις 3 Φεβρουαρίου του 2012. Πρόκειται για μία απόφαση διεθνούς ενδιαφέροντος,  περισσότερο πολιτικού παρά νομικού, αυτονόητα μεγάλης σημασίας, καθώς, με τη λήψη υπ’όψιν (ή μη) από το Διεθνές Δικαστήριο της παραβίασης ανθρωπιστικού δικαίου ως παράγοντα παραγκωνισμού (ή μη) της αρχής της ετεροδικίας, ουσιαστικά καθορίζεται αν θα ανοίξουν οι πόρτες για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για εγκλήματα πολέμου. Από την απάντηση, είμαστε μόνο τρεις μέρες μακριά…